μεταμίσγω

μεταμίσγω
μεταμίσγω (Α)
αναμιγνύω κάτι με κάτι άλλο, ανακατώνω μαζί με άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + μίσγω, μεταπλασμένος τ. τού μίγνυμι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταμείξομεν — μεταμίσγω mix among aor subj act 1st pl (epic) μεταμίσγω mix among fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετέμισγον — μεταμίσγω mix among imperf ind act 3rd pl μεταμίσγω mix among imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμίσγειν — μεταμίσγω mix among pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • μεταμείξας — μεταμείξᾱς , μεταμίσγω mix among aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμίξειν — μεταμί̱ξειν , μεταμίσγω mix among fut inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”